- δαιτυμών
- δαιτυμών (-όνος), ο (AM)όποιος παρακάθεται σε γεύμα, ο ομοτράπεζοςμσν.(για πνευματική τροφή) όποιος γεύεται, όποιος απολαμβάνει κάτι («οἱ δαιτυμόνες τῆς θεοῡ τροφῆς»)αρχ.1. όποιος φέρνει μαζί του σε κοινό γεύμα το δικό του φαγητό2. ο τρεφόμενος με κάτι, αυτός που τρώγει κάτι (για τον Κύκλωπα), «τοῡ ξένων δαιτυμόνος» — αυτός που τρέφεται με τις σάρκες τών ξένων.[ΕΤΥΜΟΛ. < δαιτύς + (επίθημα) -μων].
Dictionary of Greek. 2013.